International Dialogue: Munich 1982
Τό Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Εὐχαριστίας ὑπό τό φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος

Ἀκολουθοῦσα τήν ἐντολήν, ἡ ὁποία ἐδόθη εἰς Ρόδον, ἡ παροῦσα ἔκθεσις προσεγγίζει τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας ἀπό μίαν μόνον πλευράν του, μίαν πλευράν ὅμως ἰδιαιτέρως σημαντικήν εἰς τά πλαίσια τῆς μυστηριακῆς προοπτικῆς τῶν Ἐκκλησιῶν μας, ἤτοι: τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Εὐχαριστίας ὑπό τό φῶς τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μᾶς εἶχε ζητηθῆ νά ἐκκινήσωμεν ἀπό τά σημεῖα, τά ὁποῖα μᾶς ἑνώνουν καί, ἀναπτύσσοντες αὐτά, νά πλησιάσωμεν ἐκ τῶν ἔνδον καί προοδευτικῶς ὅλα τά σημεῖα, ἐπί τῶν ὁποίων δέν συμφωνοῦμεν.

Συντάσσοντες τό κείμενον τοῦτο ἐπιθυμοῦμεν νά δείξωμεν ὅτι διά τῆς τοιαύτης ἐνεργείας μας ἐκφράζομεν ἀπό κοινοῦ μίαν πίστιν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ συνέχισις τῆς πίστεως τῶν Ἀποστόλων.

Τό παρόν κείμενον ἀποτελεῖ την πρώτην βαθμίδα τῆς προσπαθείας ταύτης διά τήν πραγματοποίησιν τοῦ προγράμματος τῆς προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς, τό ὁποῖον εἶχεν ἐγκριθῆ κατά τήν διάρκειαν τῆς πρώτης συναντήσεως τῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ διαλόγου.

Δεδομένου ὅτι πρόκειται περί μιᾶς πρώτης βαθμίδος – ἡ ὁποία πλησιάζει τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας ἀπό μίαν μόνον πλευράν του – πολλά σημεῖα δέν τυγχάνουν ἀκόμη διαπραγματεύσεως. Ταῦτα θά ἐξετασθοῦν κατά τά ἑπόμενα στάδια, τά ὁποῖα προβλέπονται εἰς τό ἀνωτέρω μνημονευθέν πρόγραμμα.

Α´

1. Ὁ Χριστός, ἤτοι ὁ ἐνσαρκωθείς, θανών καί ἀναστάς Υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ μόνος, ὁ ὁποῖος ἐνίκησεν τήν ἁμαρτίαν καί τόν θάνατον. Ὅταν ὁμιλοῦμεν, ἑπομένως, περί τῆς «μυστηριακῆς» φύσεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ ἀναφερόμεθα εἰς τήν δυνατότητα, ἡ ὁποία δίδεται εἰς τόν ἄνθρωπον καί, δι᾽ αὐτοῦ, εἰς τόν κόσμον, νά ἀποκτήσουν πεῖραν τῆς «καινῆς κτίσεως», τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, «ἐδῶ καὶ τώρα» (hic et nunc) διά μέσου τῶν αἰσθητῶν καί κτιστῶν πραγματικοτήτων. Αὐτός εἶναι ὁ «τρόπος», κατά τόν ὁποῖον τό Μοναδικόν Πρόσωπον καί τό μοναδικόν γεγονός τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν και ἐνεργοῦν εἰς την ἱστορίαν ἀπό τῆς Πεντηκοστῆς καί μέχρι τῆς Παρουσίας. Ἐν τούτοις, ἡ αἰωνία ζωή, τήν ὁποίαν ὁ Θεός ἔδωσεν εἰς τόν κόσμον ἐν τῷ γεγονότι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ αἰωνίου Υἱοῦ του, φέρεται «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν». Δέν δίδεται ἀκόμη εἰμή μόνον ὡς πρόγευσις, ὡς ἀρραβών.

2. Κατά τό Μυστικόν Δεῖπνον, ὁ Χριστός ἐβεβαίωσεν, ὅτι ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ «ἔδιδε» τό Σῶμα του εἰς τούς μαθητάς του διά τήν ζωήν τῶν «πολλῶν». Εἶναι τοῦτο τό δῶρον, τό ὁποῖον ὁ Θεός δίδει εἰς τόν κόσμον, ὑπό μορφήν ὅμως μυστηριακήν. Ἀπό τῆς στιγμῆς ταύτης, ἡ Εὐχαριστία ὑπάρχει ὡς μυστήριον τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Καθίσταται ἡ πρόγευσις τῆς αἰωνίου ζωῆς, τό «φάρμακον ἀθανασίας», τό σημεῖον τῆς μελλούσης Βασιλείας. Τό μυστήριον τοῦ γεγονότος τοῦ Χριστοῦ διοχετεύεται οὕτω εἰς τό μυστήριον τῆς Εὐχαριστίας. Μυστήριον τό ὁποῖον μᾶς ἐνσωματώνει πλήρως εἰς τόν Χριστόν.

3. Ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάστασίς του, ἐπραγματοποιήθησαν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς συμφώνως πρός τό θέλημα τοῦ Πατρός ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Τό Πνεῦμα τοῦτο, τό ὁποῖον ἐκπορεύεται αἰωνίως ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκδηλοῦται διά τοῦ Υἱοῦ, προητοίμασε τό γεγονός τοῦ Χριστοῦ καί τό ἐπραγματοποίησε πλήρως ἐν τῇ Ἀναστάσει. Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι τό κατ᾽ ἐξοχήν Μυστήριον, «δοθέν» ὑπό τοῦ Πατρός διά τόν κόσμον, συνεχίζει νά «δίδεται» «ὑπέρ πολλῶν» ἐν τῷ Πνεύματι, τῷ μόνῳ ζωοποιῷ (Ἰω. 6). Τό Μυστήριον τοῦ Χριστοῦ εἶναι οὕτω μία πραγματικότης, ἡ ὁποία δέν δύναται νά ὑπάρξῃ εἰμή μόνον ἐν Πνεύματι.

4. Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Εὐχαριστία:

(α) Καίτοι οἱ Εὐαγγελισταί εἰς τήν διήγησιν τοῦ δείπνου σιωποῦν ὡς πρός τήν ἐνέργειαν τοῦ Πνεύματος, τοῦτο ἦτο ἐν τῇ πραγματικότητι περισσότερον ἀπό ποτέ ἄλλοτε συνδεδεμένον πρός τόν σαρκωθέντα Υἱόν χάριν τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ «ἔργου» τοῦ Πατρός. Δέν ἔχει ἀκόμη «δοθῆ», δέν ἔχει «ληφθῆ» ὡς Πρόσωπον ὑπό τῶν Μαθητῶν (Ἰω. 7,39). Ὅταν ὅμως ὁ Ἰησοῦς δοξάζεται, τότε καί τό Πνεῦμα διαχέεται καί ἐκδηλοῦται. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἰσέρχεται εἰς τήν δόξαν τοῦ Πατρός, συγχρόνως δέ, διά τῆς διαχύσεως τοῦ Πνεύματος, ἀρχίζει τόν μυστηριακόν του τρόπον ὑπάρξεως εἰς τόν κόσμον τοῦτον. Ἡ Πεντηκοστή, τελείωσις τοῦ πασχαλίου μυστηρίου, ἐγκαινιάζει συγχρόνως καί τούς ἐσχάτους καιρούς. Ἡ Εὐχαριστία καί ἡ Ἐκκλησία, Σῶμα Χριστοῦ σταυρωθέντος καί ἀναστάντος, καθίστανται τόπος τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

(β) Οἱ πιστοί βαπτίζονται ἐν Πνεύματι εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος διά νά ἀποτελέσουν ἕν μόνον σῶμα (πρβλ. Α´ Κορ. 12,13). Ὅταν ἡ Ἐκκλησία τελῇ τήν Εὐχαριστίαν, πραγματοποιεῖ «αὐτό, τό ὁποῖον εἶναι», Σῶμα Χριστοῦ (Α´ Κορ. 10,17). Διά τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος, πράγματι, τά μέλη τοῦ Χριστοῦ «χρίονται» ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος, ἐγκεντρίζονται εἰς τόν Χριστόν. Διά τῆς Εὐχαριστίας ὅμως, τό πασχάλιον γεγονός διευρύνεται, καθιστάμενον Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία καθίσταται ὅ, τι έχει κληθῆ νά εἶναι διά τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος. Διά τῆς κοινωνίας εἰς τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ οἱ πιστοί αὐξάνουν ἐν τῇ μυστικῇ ταύτῃ θεώσει, ἡ ὁποία ὁλοκληρώνει τήν παραμονήν των ἐν τῷ Υἱῷ καί τῷ Πατρί – διά τοῦ Πνεύματος.

(γ) Οὕτω, ἀφ᾽ ἑνός μέν ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τήν Εὐχαριστίαν ὡς ἔκφρασιν εἰς τόν παρόντα αἰῶνα τῆς οὐρανίου λειτουργίας, ἀφ᾽ ἑτέρου ὅμως ἡ Εὐχαριστία οἰκοδομεῖ τήν Ἐκκλησίαν ἐν τῇ ἐννοίᾳ ὅτι δι᾽ αὐτῆς τό Πνεῦμα τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ καθιστᾶ τήν Ἐκκλησίαν Σῶμα Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, διά τόν ὁποῖον ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἀληθῶς τό Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας: τό μυστήριον τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ δώρου, τό ὁποῖον αὐτός ὁ Κύριος χαρίζει εἰς τούς ἰδικούς του, καί ἡ ἐκδήλωσις καί αὔξησις τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πορευομένη Ἐκκλησία τελεῖ τήν Εὐχαριστίαν ἐπί γῆς μέχρις ὅτου ὁ Κύριός της «ἔλθῃ» διά νά παραδώσῃ τήν βασιλείαν εἰς τόν Θεόν Πατέρα, ἵνα ὁ Θεός εἶναι «τά πάντα ἐν πᾶσι». Βιοῖ οὕτω κατά πρόληψιν τήν κρίσιν τοῦ κόσμου καί τήν τελικήν του μεταμόρφωσιν.

5. Ἡ ἀποστολή τοῦ Πνεύματος παραμένει συνδεδεμένη πρός τήν ἀποστολήν τοῦ Υἱοῦ. Ἡ τέλεσις τῆς Εὐχαριστίας ἀποκαλύπτει τάς θείας ἐνεργείας, ἐκδηλουμένας διά τοῦ Πνεύματος, ὡς δρώσας ἐντός τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ:

(α) Τό Πνεῦμα προετοιμάζει τήν ἔλευσιν τοῦ Χριστοῦ, ἀναγγέλλον αὐτόν διά τῶν Προφητῶν, ὁδηγοῦν πρός αὐτόν τήν ἱστορίαν τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ, καθιστῶν δυνατήν τήν σύλληψίν του ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀνοῖγον τάς καρδίας εἰς τόν λόγον του.

(β) Τό Πνεῦμα ἀποκαλύπτει τόν Χριστόν εἰς τό ἔργον του ὡς Σωτῆρος, ἤτοι τό Εὐαγγέλιον τό ὁποῖον εἶναι ὁ ἴδιος. Ἡ τέλεσις τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ἡ Ἀνάμνησις. Ἀληθῶς, ἀλλά μυστηριακῶς, σήμερον τό «ἐφάπαξ» εἶναι καί συμβαίνει. Ἡ τέλεσις τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ὁ κατ᾽ ἐξοχήν καιρός τοῦ μυστηρίου.

(γ) Τό Πνεῦμα μεταβάλλει τά θεῖα δῶρα εἰς Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ (μεταβολή), διά νά πραγματωθῇ ἡ αὔξησις τοῦ Σώματος, τό ὁποῖον εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὑπό τήν ἔννοιαν ταύτην ὁλόκληρος ἡ τέλεσις τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι μία Ἐπίκλησις, ἡ ὁποία ἐκφράζεται κυρίως εἰς ὡρισμένας στιγμάς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀδιαλείπτως εἰς κατάστασιν ἐπικλήσεως.

(δ) Τό Πνεῦμα θέτει ἐν κοινωνίᾳ μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μετέχουν εἰς τόν αὐτόν ἄρτον καί τό αὐτό ποτήριον. Ἀπό τοῦ σημείου τούτου, ἡ Ἐκκλησία ἐκδηλοῖ αὐτό τό ὁποῖον εἶναι: τό μυστήριον τῆς τριαδικῆς κοινωνίας, ἡ «ἐνοίκησις» τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς ἀνθρώποις (πρβλ. Πράξ. 21,4).

Τό Πνεῦμα, καθιστόν ἐνεργόν ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ὁ Χριστός ἐπετέλεσεν ἅπαξ διά παντός – τό γεγονός τοῦ μυστηρίου –, τό πραγματοποιεῖ ἐν πᾶσιν ἡμῖν. Τήν σχέσιν ταύτην πρός τό μυστήριον, περισσότερον ἐμφανῆ εἰς τήν Εὐχαριστίαν, τήν ἀνευρίσκομεν καί εἰς ὅλα τά ἄλλα μυστήρια, τά ὁποῖα εἶναι καί αὐτά ἐνέργειαι τοῦ Πνεύματος. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον ἡ Εὐχαριστία εἶναι τό κέντρον τῆς μυστηριακῆς ζωῆς.

6. Ἡ τέλεσις τῆς Εὐχαριστίας, λαμβανομένη ἐν τῷ συνόλῳ της, καθιστᾷ παρόν τό τριαδικόν μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας. Μεταβαίνομεν πράγματι ἀπό τήν ἀκρόασιν τοῦ Λόγου, ἡ ὁποία κορυφοῦται εἰς τήν κήρυξιν τοῦ Εὐαγγελίου – ἀποστολικήν ἀναγγελίαν τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔγινε σάρξ –, εἰς τήν εὐχαριστίαν πρός τόν Πατέρα, εἰς τήν ἀνάμνησιν τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ καί εἰς τήν κοινωνίαν ἐν Αὐτῷ χάρις εἰς τήν ἐπικλητικήν προσευχήν τήν γινομένην ἐν πίστει. Διότι, ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ, ἡ ἐπίκλησις δέν εἶναι ἀποκλειστικῶς παράκλησις διά τήν μυστηριακήν μεταμόρφωσιν τοῦ ἄρτου καί τοῦ ποτηρίου. Εἶναι ἐπίσης καί προσευχή διά τήν πλήρη πραγμάτωσιν τῆς κοινωνίας ὅλων εἰς τό μυστήριον τό ἀποκαλυφθέν ὑπό τοῦ Υἱοῦ. Διά τοῦ τρόπου τούτου ἡ παρουσία τοῦ Πνεύματος ἁπλοῦται διά τής μετοχῆς εἰς τό μυστήριον τοῦ σαρκωθέντος Λόγου εἰς ὅλον τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Χωρίς νά θέλωμεν νά ἐπιλύσωμεν ἀκόμη τάς δυσκολίας, αἱ ὁποῖαι ὑφίστανται μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως ὅσον ἀφορᾷ εἰς τήν σχέσιν μεταξύ Υἱοῦ καί Πνεύματος, δυνάμεθα ἤδη νά εἴπωμεν ἀπό κοινοῦ ὅτι τό Πνεῦμα, τό ὁποῖον ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός (Ἰω. 15,26), ὡς τῆς μόνης πηγῆς ἐν τῇ Τριάδι, καί τό ὁποῖον κατέστη τό Πνεῦμα τῆς υἱοθεσίας μας (Ρωμ. 8,15) διότι εἶναι ἐπίσης καί τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ (Γαλ. 4,6), παρέχεται εἰς ἡμᾶς, ἰδιαιτέρως εἰς τήν Εὐχαριστίαν, διά τοῦ Υἱοῦ, ἐν τῷ ὁποίῳ ἀναπαύεται, τόσον ἐν χρόνῳ, ὅσον καί ἐν τῇ αἰωνιότητι.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον τό εὐχαριστιακόν μυστήριον πραγματοῦται ἐν τῷ συνδυασμῷ τῶν λόγων, διά τῶν ὁποίων ὁ σαρκωθείς Λόγος ἐθεσμοθέτησε τό μυστήριον, καί μιᾶς προσευχῆς (τῆς ἐπικλήσεως), ἐν τῇ ὁποίᾳ ἡ Ἐκκλησία, κινουμένη ἐκ τῆς πίστεως, παρακαλεῖ τόν Πατέρα, διά τοῦ Υἱοῦ, νά πέμψῃ τό Πνεῦμα, ὥστε, ἐν τῇ μοναδικῇ προσφορᾷ τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ, νά τελειωθοῦν τά πάντα ἐν τῇ ἑνότητι. Διά τῆς Εὐχαριστίας, οἱ πιστοί ἑνοῦνται μέ τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος προσφέρεται μετ᾽ αὐτῶν εἰς τόν Πατέρα, καί λαμβάνουν τήν δύναμιν νά προσφερθοῦν ἐν πνεύματι θυσίας οἱ μέν εἰς τούς δε, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός προσεφέρθη «ὑπέρ πολλῶν» εἰς τόν Πατέρα, διδόμενος οὕτω εἰς τούς ἀνθρώπους.

Ἡ τελείωσις αὕτη ἐν τῇ ἑνότητι, πραγματοποιηθεῖσα ἀχωρίστως διά τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος ἐνεργούντων ἐν ἀναφορᾷ πρός τόν Πατέρα καί τήν βουλήν αὐτοῦ, εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἐν τῇ πληρότητι αὐτῆς.

Β´

1. Ἀναφερόμενοι εἰς τήν Καινήν Διαθήκην παρατηροῦμεν πρῶτον ὅτι Ἐκκλησία σημαίνει μίαν πραγματικότητα «τοπικήν». Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει εἰς τήν ἱστορίαν ὡς Ἐκκλησία τοπική. Προκειμένου περί εὐρυτέρας περιοχῆς γίνεται λόγος μᾶλλον περί Ἐκκλησιῶν, εἰς τόν πληθυντικόν. Πρόκειται πάντοτε περί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ἐν ὡρισμένῳ ὅμως τόπῳ.

Ὅθεν, ἡ Ἐκκλησία ἡ ὑπάρχουσα εἰς μίαν περιοχήν δέν σχηματίζεται κατά βάσιν ἀπό πρόσωπα προστιθέμενα τό ἕν εἰς τό ἄλλο διά νά τήν ἀποτελέσουν. Ὑπάρχει μία «ἄνω Ἱερουσαλήμ» «κατερχομένη ἐκ τοῦ Θεοῦ», μία κοινωνία ἡ ὁποία θεμελιώνει τήν ἰδίαν τήν κοινότητα. Ἡ Ἐκκλησία συνιστᾶται διά μιᾶς χάριτι διδομένης δωρεᾶς, τῆς δωρεᾶς τῆς καινῆς κτίσεως.

Εἶναι ἐν τούτοις σαφές, ὅτι ἡ ἐν ὡρισμένῳ τόπῳ Ἐκκλησία ἀποκαλύπτεται ὡς τοιαύτη ὅταν εὑρίσκεται ἐν συνάξει. Ἡ σὐναξις αὕτη καθ᾽ ἑαυτήν – τῆς ὁποίας τά στοιχεῖα καί αἱ προϋποθέσεις ἀναφέρονται ὑπό τῆς Καινῆς Διαθήκης – εἶναι πλήρως ἐκεῖνο, τό ὁποῖον εἶναι, ὅταν εἶναι σύναξις εὐχαριστιακή. Πράγματι, ὅταν ἡ τοπική Ἐκκλησία τελῇ τήν Εὐχαριστίαν, τό «ἐφάπαξ» συμβάν γεγονός πραγματοῦται καί ἀποκαλύπτεται. Εἰς τήν τοπικήν Ἐκκλησίαν δέν ὑπάρχει οὔτε ἄρρεν οὔτε θῆλυ, οὔτε δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος, οὔτε ἰουδαῖος οὔτε ἕλλην. Μία νέα ἑνότης μεταδίδεται, ἡ ὁποία ὑπερνικᾷ τάς διαιρέσεις καί ἀποκαθιστᾷ τήν κοινωνίαν ἐν τῷ μοναδικῷ Σώματι τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑνότης αὕτη ὑπερβαίνει τήν ψυχολογικήν, φυλετικήν, κοινωνικοπολιτικήν ἤ πολιτιστικήν ἑνότητα. Εἶναι ἡ «κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἡ ὁποία συνάγει τά διεσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἑνότης τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος φέρει τότε ὅλους τούς καρπούς της. Καί διά τῆς δυνάμεως τοῦ Σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, πεπληρωμένου Πνεύματος Ἁγίου, θεραπεύεται ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία δέν παύει νά προσβάλλῃ τούς χριστιανούς καί νά φέρῃ ἐμπόδια εἰς τόν δυναμισμόν τής ζωῆς «διά τόν Θεόν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ὁ ὁποῖος προσελήφθη διά τοῦ βαπτίσματος. Τό αὐτό ἰσχύει καί προκειμένου περί τῆς ἁμαρτίας τῆς διαιρέσεως, τῆς ὁποίας ὅλαι αἱ μορφαί ἀντιτίθενται εἰς τήν οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ.

Ἕν ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων κειμένων, τά ὁποῖα ὀφείλομεν νά ὑπομνήσωμεν, εἶναι τό Α´ Κορ. 10,15-17: εἷς μόνον Ἄρτος, ἕν μόνον Ποτήριον, ἕν μόνον Σῶμα Χριστοῦ ἐν τῇ πλειότητι τῶν μελῶν. Τό μυστήριον τοῦτο τῆς ἐν ἀγάπῃ ἑνότητος τῶν πολλῶν συνιστᾷ ἀκριβῶς τήν καινότητα τῆς τριαδικῆς κοινωνίας τῆς μεταδιδομένης εἰς τούς ἀνθρώπους, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, διά τῆς Εὐχαριστίας. Τοιοῦτος εἶναι ὁ σκοπός τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον ἐξαπλοῦται ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς ἀπό τῆς Πεντηκοστῆς καί ἐντεῦθεν.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, διά τόν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία ἔχει τό πρότυπόν της, τήν ἀρχήν της και τό τέλος της εἰς τό μυστήριον τοῦ ἑνός ἐν τρισί προσώποις Θεοῦ. Ἔτι περισσότερον: οὔτω νοουμένη ὑπό τό φῶς τοῦ τριαδικοῦ μυστηρίου, ἡ Εὐχαριστία συνιστᾷ τό κριτήριον διά τήν λειτουργίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἐν τῷ συνόλῳ της. Τά θεσμικά στοιχεῖα δέν πρέπει νά εἶναι εἰμή ὁρατή ἀντανάκλασις τῆς μυστηριακῆς πραγματικότητος.

2. Ἡ ἐκτύλιξις τῆς τελέσεως τῆς Εὐχαριστίας τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας δεικνύει πῶς ἡ κοινωνία καθίσταται ἐνεργός εἰς τήν τελοῦσαν τήν Εὐχαριστίαν Ἐκκλησίαν. Κατά τήν τέλεσιν τῆς Εὐχαριστίας ὑπό τῆς κοινότητος, περιβαλλούσης ἐνεργῶς τόν ἐπίσκοπον ἤ τόν πρεσβύτερον, ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτοῦ, φανερώνονται αἱ ἀκόλουθοι πλευραί, ἀλληλένδετοι ἡ μία πρός τήν ἄλλην, ἔστω καί ἄν τοῦτο ἤ ἐκεῖνο τό σημεῖον τῆς λειτουργίας τονίζῃ ἰδιαιτέρως ταύτην ἤ ἐκείνην τήν πλευράν.

Ἡ κοινωνία εἶναι ἐσχατολογική. Εἶναι ἡ καινότης, ἡ ὁποία ἔρχεται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις. Διά τοῦτο, ὅλα ἀρχίζουν – τόσον εἰς τήν Εὐχαριστίαν ὅσον καί εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας – διά τῆς μεταστροφῆς καί τῆς καταλλαγῆς. Ἡ Εὐχαριστία προϋποθέτει τήν μετάνοιαν καί τήν ἐξομολόγησιν, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκουν ἀλλαχοῦ τήν ἰδιάζουσαν εἰς αὐτάς μυστηριακήν ἔκφρασιν. Ἀλλ᾽ ἡ Εὐχαριστία συγχωρεῖ ὁμοίως καί θεραπεύει τάς ἁμαρτίας, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι τό Μυστήριον τῆς θεοποιούσης ἀγάπης τοῦ Πατρός, διά τοῦ Υἱοῦ, ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι.

Ἀλλ᾽ ἡ κοινωνία αὕτη εἶναι ἐπίσης κηρυγματική. Τοῦτο ἐπαληθεύεται ἐν τῇ συνάξει ὄχι μόνον διότι ἡ λειτουργία «καταγγέλλει» τό γεγονός τοῦ μυστηρίου, ἀλλά καί διότι τό καθιστᾷ πραγματικότητα σήμερον, ἐν Πνεύματι. Τοῦτο συνεπάγεται τό κήρυγμα τοῦ Λόγου εἰς τήν σύναξιν καί τήν ἀνταπόκρισιν τῆς πίστεως ὅλων εἰς αὐτό. Οὔτω πραγματοῦται ἡ κοινωνία τῆς συνάξεως ἐν τῷ κηρύγματι, ἤτοι ἡ ἑνότης ἐν τῇ πίστει. Ἡ ὀρθοδοξία εἶναι συμφυής πρός τήν εὐχαριστιακήν κοινωνίαν. Ἡ ὀρθοδοξία αὕτη ἐκφράζεται κατά τόν σαφέστερον τρόπον διά τῆς ἀπαγγελίας τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως, συνεπτυγμένης μορφῆς τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, τῆς ὁποίας ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ μάρτυς δυνάμει τῆς διαδοχῆς του. Οὔτω ἡ Εὐχαριστία εἶναι συγχρόνως, κατά ἀδιαίρετον τρόπον, Μυστήριον καί Λόγος ἐφ᾽ ὅσον καθαγιάζων εἶναι ὁ σαρκωθείς Λόγος, ποιῶν τοῦτο ἐν Πνεύματι. Ὡς ἐκ τούτου, ὁλόκληρος ἡ λειτουργία, καί ὄχι μόνον ἡ ἀνάγνωσις τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἀποτελεῖ κήρυγμα τοῦ Λόγου ὑπό μορφήν δοξολογίας καί προσευχῆς. ἈΝτιστρόφως δέ, ὁ κηρυσσόμενος λόγος εἶναι ὁ Λόγος, ὁ ὁποῖος «σάρξ ἐγένετο» καί κατέστη μυστηριακός.

Ἡ κοινωνία εἶναι συγχρόνως ὑπουργηματική καί πνευματική. Διό καί ἡ Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τήν κατ᾽ ἐξοχήν ἐκδήλωσίν της. Ὅλη ἡ σύναξις, ἕκαστος κατά τήν τάξιν του, εἶναι «λειτουργός» τῆς κοινωνίας, τοῦτο δέ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἄν καί εἶναι δωρεά τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ κοινωνία εἶναι ἐπίσης καί ἀνταπόκρισις τῶν ἀνθρώπων. Οὗτοι, ἐν τῇ πίστει ἡ ὁποία πηγάζει ἐκ τοῦ Πνεύματος καί τοῦ Λόγου, καθιστοῦν ἐνεργόν τήν κλῆσιν καί τήν ἀποστολήν, τάς ὁποίας ἐδέχθησαν εἰς τό βάπτισμα: νά γίνουν, ἕκαστος κατά τήν τάξιν του, ζῶντα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.

3. Τό ὑπούργημα τοῦ ἐπισκόπου δέν ἐξαντλεῖται εἰς μίαν λειτουργίαν τακτικῆς ἤ πνευματικῆς φύσεως (π.χ. διότι ὑφίσταται ἀνάγκη ἑνός προέδρου), ἀλλ᾽ εἶναι λειτουργία ὀργανική. Ὁ ἐπίσκοπος λαμβάνει τήν δωρεάν τῆς ἐπισκοπικῆς χάριτος (Α´Τιμ. 4,14) κατά τό μυστήριον τῆς χειροτονίας, τελουμένης ὑπό τῶν ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ἔλαβον καί οἱ ἴδιοι τήν δωρεάν ταύτην χάρις εἰς τήν ὕπαρξιν μιᾶς ἀδιακόπου διαδοχῆς τῶν ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Διά τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας, τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου «ἀπονέμει» εἰς τόν ἐπίσκοπον, ὄχι νομικῶς ὡς ἁπλῆν μεταβίβασιν ἐξουσίας, ἀλλά μυστηριακῶς, τήν ἐξουσίαν τοῦ λειτουργοῦ, τήν ὁποίαν ὁ Υἱός ἔλαβεν ἐκ τοῦ Πατρός καί τήν ὁποίαν ἐδέχθη ὡς ἄνθρωπος διά τῆς ἑκουσίας ἀποδοχῆς τοῦ πάθους του.

Τό λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου εἶναι στενῶς συνδεδεμένον πρός τήν εὐχαριστιακήν σύναξιν, τῆς ὁποία προΐσταται. Ἡ εὐχαριστιακή ἑνότης τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας συνεπάγεται τήν κοινωνίαν μεταξύ τοῦ προεδρεύοντος καί τοῦ λαοῦ, εἰς τόν ὁποῖον οὗτος προσφέρει τόν Λόγον τῆς σωτηρίας καί τά κατά τήν Εὐχαριστίαν προσενεχθέντα δῶρα. Ἀφ᾽ ἑτέρου, ὁ λειτουργός εἶναι ἐπίσης καί ὁ «λαμβάνων» ἐκ τῆς Ἐκκλησίας του, πιστῆς εἰς τήν παράδοσιν, τόν λόγον, τόν ὁποῖον μεταδίδει. Καί ἡ μεγάλη δέησις, τήν ὁποίαν ὑψώνει ὑπέρ τοῦ ποιμνίου πρός τόν Πατέρα δέν εἶναι ἄλλη ἀπό ἐκείνην, τήν ὁποίαν ὑψώνει μετ᾽ αὐτοῦ ὁλόκληρος ἡ Ἐκκλησία του. Ὅπως δέ αὕτη δέν δύναται νά ἀποκοπῇ τοῦ ἐπισκόπου της, οὕτω καί ὁ ἐπίσκοπος δέν δύναται νά χωρισθῇ ἀπό τήν Ἐκκλησίαν του.

Ὁ ἐπίσκοπος ἵσταται εἰς τό κέντρον τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ὡς λειτουργός τοῦ Πνεύματος διά νά διακρίνῃ τά χαρίσματα καί νά «ἀγρυπνῇ» ὥστε ταῦτα νά ἀσκοῦνται ἐν ὁμονοίᾳ, ἐν ὄψει τῆς κοινῆς ὠφελείας, ἐν πιστότητι πρός τήν ἀποστολικήν παράδοσιν. Τίθεται εἰς τήν ὑπηρεσίαν τῶν ἐπινεύσεων τοῦ Πνεύματος εἰς τρόπον ὥστε αὗται νά χωροῦν ἄνευ ἐμποδίων εἰς τήν οἰκοδομήν τῆς «κοινωνίας». Εἶναι λειτουργός ἑνότητος, διάκονος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς ἀποστολήν «νά συνάγῃ ἐν τῇ ἑνότητι τά τέκνα τοῦ Θεοῦ». Ἐπειδή δέ ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομεῖται διά τῆς Εὐχαριστίας, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, περιβεβλημένος τήν χάριν τοῦ ἱερατικοῦ ὑπουργήματος, προεδρεύει τούτου.

Ἡ προεδρία ὅμως αὕτη θά πρέπει νά κατανοηθῇ κατά ὀρθόν τρόπον. Ὁ ἐπίσκοπος προΐσταται τῆς προσφορᾶς τῆς θυσίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ θυσία ὁλοκλήρου τῆς κοινότητός του. Καθαγιάζων τά δῶρα ἵνα καταστοῦν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τά ὁποῖα προσφέρει ἡ κοινότης, τελεῖ τήν λειτουργίαν ὄχι μόνον δι᾽ αὐτήν, οὔτε μόνον μετ᾽ αὐτῆς καί ἐν αὐτῇ, ἀλλά καί δι᾽ αὐτῆς. Παρίσταται τότε ὡς λειτουργός τοῦ Χριστοῦ, συνιστῶντος τήν ἑνότητα ἐκ τοῦ Σώματός του, δημιουργοῦντος τήν κοινωνίαν διά τοῦ Σώματός του. Ἡ ἕνωσις τῆς κοινότητος μετ᾽ αὐτοῦ εἶναι πρωταρχικῶς μυστηριακῆς καί ὄχι νομικῆς φύσεως. Ἡ ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ ἐκφραζομένη ἕνωσις αὕτη προεκτείνεται καί πραγματοῦται εἰς τό σύνολον τῶν «ποιμαντικῶν» σχέσεων τῆς διδασκαλίας, τῆς διοικήσεως, τῆς μυστηριακῆς ζωῆς. Ἡ ἐκκλησιαστική κοινότης καλεῖται οὔτω νά γίνῃ τό προσχέδιον μιᾶς ἀνανεωμένης ἀνθρωπίνης κοινότητος.

4. Ὑπάρχει βαθεῖα κοινωνία μεταξύ τοῦ ἐπισκόπου καί τῆς κοινότητος, τῆς ὁποίας τό Πνεῦμα ἀναθέτει εἰς αὐτόν τήν εὐθύνην διά τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀρχαία παράδοσις ὑπέβαλλε τοῦτο ἐπιτυχῶς διά τῆς εἰκόνος τοῦ γάμου. Ἡ κοινωνία ὅμως αὕτη τοποθετεῖται ἐντός τῶν πλαισίων τῆς κοινωνίας μετά τῆς ἀποστολικῆς κοινότητος. Εἰς τήν ἀρχαίαν παράδοσιν (πιστουμένην καί ἐκ τῆς ‘Ἀποστολικῆς Παραδόσεως’ τοῦ Ἱππολύτου), ὁ ὑπό τοῦ λαοῦ ἐκλεγόμενος ἐπίσκοπος (ὁ ὁποῖος λαός καί ἐγγυᾶται περί τῆς ἀποστολικῆς πίστεως τοῦ ἐπισκόπου του, ἐν συμφωνίᾳ πρός τήν ὁμολογίαν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας) λαμβάνει διά τοῦ Πνεύματος τήν χάριν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καθιστάμενος λειτουργός αὐτοῦ διά τῆς προσευχῆς τῆς συνάξεως καί διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν (χειροτονία) τῶν ὁμόρων ἐπισκόπων, μαρτύρων τῆς πίστεως τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας. Τό χάρισμά του, ἀπορρέον ἀμέσως ἐκ τοῦ Πνεύματος, δίδεται εἰς αὐτόν ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικότητος τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ (συνδεομένης πρός τήν πίστιν τῆς ἀποστολικῆς κοινότητος) ὡς καί τῆς ἀποστολικότητος τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἐκπροσωπουμένων ὑπό τοῦ ἐπισκόπου των. Οὕτω, τό λειτούργημά του ἐντάσσεται εἰς τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀποστολική διαδοχή εἶναι ἑπομένως πλέον τι ἤ ἁπλῆ μεταβίβασις ἐξουσιῶν. Ἀποτελεῖ διαδοχήν ἐντός Ἐκκλησίας τινός, μάρτυρος τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, ἐν κοινωνίᾳ πρός τάς ἄλλας Ἐκκλησίας, μαρτυρούσας περί τῆς αὐτῆς ἀποστολικῆς πίστεως. Ἡ καθέδρα ἔχει κεφαλαιώδη σημασίαν διά τήν εἰσδοχήν τοῦ ἐπισκόπου εἰς τό κέντρον τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολικότητος. Ἐξ ἄλλου ἀφ᾽ ἧς χειροτονηθῇ, ὁ ἐπίσκοπος γίνεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν του ὁ ἐγγυητής τῆς ἀποστολικότητος, ἐκπροσωπῶν τήν Ἐκκλησίαν του ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ σύνδεσμος αὐτῆς μετά τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Διό καί, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ του, δέν τελεῖται ἀληθής Εὐχαριστία ἐάν δέν εἶναι οὗτος ὁ προεστώς ἤ πρεσβύτερός τις τελῶν ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτοῦ. Ἡ μνημόνευσίς του ἐν τῇ ἀναφορᾷ εἶναι οὐσιώδης.

Διά τοῦ λειτουργήματος τῶν πρεσβυτέρων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τήν εὐθύνην νά προΐστανται τῆς ζωῆς καί τῆς τελέσεως τῆς Εὐχαριστίας τῶν κοινοτήτων τῶν ἀνατεθεισῶν εἰς αὐτούς, αὗται αὐξάνουν ἐν κ ο ι ν ω ν ί ᾳ μεθ᾽ ὅλων των κοινοτήτων, τῶν ὁποίων ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τήν πρώτην εὐθύνην. Ὑπό τάς παρούσας συνθήκας, ἡ ἰδία ἠ ἐπισκοπή εἶναι μία κοινωνία εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων. Μία ἀπό τάς οὐσιώδεις λειτουργίας τῶν πρεσβυτέρων εἶναι νά συνδέουν τάς κοινότητας ταύτας πρός τήν Εὐχαριστίαν τοῦ ἐπισκόπου καί νά τάς τρέφουν διά τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, τῆς ὁποίας ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὁ μάρτυς καί ὁ ἐγγυητής. Ὀφείλουν ἐπίσης νά ἀγρυπνοῦν ὥστε, τρεφόμενοι διά τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος προσέφερε τήν ζωήν τοῦ διά τούς ἀδελφούς του, οἱ χριστιανοί νά καθίστανται οἱ αὐθεντικοί μάρτυρες τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης – διά μιᾶς ἀμοιβαίας θυσίας τρεφομένης ἐκ τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι δέ, συμφώνως πρός τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου, «ὅς δ᾽ ἄν θεωρῇ τόν ἀδελφόν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καί κλείσῃ τά σπλάχνα αὐτοῦ ἀπ᾽ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ;». Ἡ Εὐχαριστία προσδιορίζει τόν χριστιανικόν τρόπον βιώσεως τοῦ πασχαλίου μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς δωρεᾶς τῆς Πεντηκοστῆς. Χάρις εἰς αὐτήν συντελεῖται μία βαθεῖα μεταμόρφωσις τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, πάντοτε ἐκτεθειμένης εἰς τόν πειρασμόν καί τόν πόνον.

Γ´

1. Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕν. Ὅθεν, ὑπάρχει μόνον μία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταυτότης εὐχαριστιακῆς τινος συνάξεως μετ᾽ ἄλλης προέρχεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ὅλαι, ἐν τῇ αὐτῇ πίστει, τελοῦν τήν αὐτήν ἀνάμνησιν, καί ὅλαι διά τῆς βρώσεως τοῦ αὐτοῦ σώματος καί τῆς συμμετοχῆς εἰς τό αὐτό ποτήριον καθίστανται τό αὐτό ἕν Σῶμα Χριστοῦ, εἰς τό ὁποῖον ἐνεσωματώθησαν διά τοῦ αὐτοῦ βαπτίσματος. Παρά τό πλῆθος τῶν τελουμένων λειτουργιῶν, δέν τελεῖται εἰμή ἕν καί μόνον μυστήριον πρός συμμετοχήν. Ἐξ ἄλλου, ὁσάκις ὁ πιστός κοινωνεῖ εἰς τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, δέν λαμβάνει μέρος ἐκ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὅλον τόν Χριστόν.

Ὁμοίως, ἡ τοπική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τελεῖ τήν Εὐχαριστίαν περί τῶν ἐπίσκοπον, δέν εἶναι μέρος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πολλαπλότης τῶν τοπικῶν συνάξεων δέν διαιρεῖ τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως ἐκδηλώνει μυστηριακῶς τήν ἑνότητά της. Ὅπως καί ἡ ὁμήγυρις τῶν ἀποστόλων, συνηγμένων περί τόν Χριστόν, οὕτω καί ἑκάστη εὐχαριστιακή σύναξις εἶναι ἐν ἀληθείᾳ ἡ Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐν κοινωνίᾳ μετά τῆς πρώτης κοινότητος τῶν μαθητῶν καί μεθ᾽ ὅλων τῶν κοινοτήτων, αἱ ὁποῖαι τελοῦν καί ἔχουν τελέσει ἀνά τόν κόσμον τήν Ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου. Εἶναι ὁμοίως ἐν κοινωνίᾳ μετά τῆς συνάξεως τῶν τελειωθέντων δικαίων, τούς ὁποίους μνημονεύει ἑκάστη λειτουργία.

2. Μακράν τοῦ νά ἀποκλεῖει τήν ποικιλίαν ἤ τήν πολλαπλότητα, ἡ κοινωνία τήν προϋποθέτει και, θεραπεύουσα τάς πληγάς τῆς διαιρέσεως, ὑπερβαίνει ταύτην ἐν τῇ ἑνότητι.

Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι εἷς διά τούς πολλούς, οὕτω καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα του, τό ἕν καί τά πολλά, τό οικουμενικόν καί τό τοπικόν, εἶναι κατ᾽ ἀνάγκην σύγχρονα. Περαιτέρω, ὅπως ὁ Θεός ὤν εἷς καί μοναδικός εἶναι ἡ κοινωνία τριῶν Προσώπων, οὔτω καί ἡ μία καί μόνη Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία πολλῶν κοινοτήτων, καί ἡ τοπική Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία προσώπων. Ἡ μία καί μόνη Ἐκκλησία ταυτίζεται πρός τήν κοινωνίαν τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἑνότης καί πολλαπλότης εἶναι συνδεδεμέναι τόσον στενῶς, ὥστε ἡ μία δέν δύναται νά ὑπάρξῃ ἄνευ τῆς ἄλλης. Ἡ συστατική αὕτη σχέσις τῆς Ἐκκλησίας καθίσταται ὁρατή καί, θά ἠδύνατό τις νά εἴπῃ, ἱστορικοποιεῖται διά τῶν θεσμῶν.

3. Δοθέντος ὅτι ἡ καθολική Ἐκκλησία φανεροῦται εἰς τήν σύναξιν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, δύο εἶναι οἱ ὅροι οἱ ὁποῖοι πρέπει νά συντρέχουν ἵνα ἡ τελοῦσα τήν Εὐχαριστίαν τοπική Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἀληθῶς ἐν εὐχαριστιακῇ κοινωνίᾳ.

(α) Πράγματι, ἡ ταυτότης τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ βιουμένου ἐν τῇ τοπικῇ Ἐκκλησίᾳ, πρός τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, τό βιωθέν ὑπό τῆς πρώτης Ἐκκλησίας (καθολικότης ἐν χρόνῳ) εἶναι θεμελιώδης. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική διότι ἐθεμελιώθη καί ἐνοικεῖται ἀδιακόπως ὑπό τοῦ μυστηρίου τῆς Σωτηρίας, ἀποκαλυφθέντος ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ καί παραδοθέντος ἐν Πνεύματι ὑπό τῶν μαρτύρων αὐτοῦ, τῶν ἀποστόλων. Τά μέλη της θά κριθοῦν ὑπό τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀποστόλων.

(β) Ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώρισις σήμερον μεταξύ τῆς τοπικῆς ταύτης Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων Ἐκκλησιών εἶναι καί αὕτη κεφαλαιώδους σημασίας. Ἕκαστος ὀφείλει νά ἀναγνωρίσῃ εἰς τούς ἄλλους, διά μέσου τῶν τοπικῶν ἰδιομορφιῶν, τήν ταυτότητα τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται περί μιᾶς ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως τῆς καθολικότητος ὡς κοινωνίας ἐν τῇ ἀκεραιότητι τοῦ μυστηρίου. Ἡ ἀναγνώρισις αὕτη πραγματοῦται, κατά πρῶτον, ἐπί περιφερειακῆς βάσεως. Ἡ κοινωνία ἐν ἑνί καί τῷ αὐτῷ Πατριαρχείῳ ἤ ἐν ἄλλῃ τινι μορφῇ περιφερειακῆς ἑνότητος, εἶναι πρῶτον ἐκδήλωσις τῆς ζωῆς τοῦ Πνεύματος εἰς τά πλαίσια ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ πολιτισμοῦ ἤ τῶν αὐτῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν. Ἐπίσης, συνεπάγεται τήν ἑνότητα τῆς μαρτυρίας καί καλεῖ εἰς ἄσκησιν τῆς ἀδελφικῆς διορθώσεως ἐν ἀδελφικῇ ταπεινότητι. Ἡ κοινωνία αὕτη ἐντός μιᾶς καί τῆς αὐτῆς περιοχῆς ὀφείλει νά ὑπερβῇ ἑαυτήν ἐν τῇ κοινωνίᾳ μεταξύ τῶν ἀδελφῶν-Ἐκκλησιῶν.

Ἡ ἀμοιβαία ὅμως αὕτη ἀναγνώρισις δέν εἶναι ἀληθής εἰμή μόνον ὑπό τάς προϋποθέσεις, αἱ ὁποῖαι διατυποῦνται εἰς τήν Ἀναφοράν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τάς πρώτας ἀντιοχειανάς Ἀναφοράς. Ἡ πρώτη ἐκ τῶν προϋποθέσεων τούτων εἶναι ἡ κοινωνία ἐν τῷ αὐτῷ κηρύγματι, συνεπῶς καί ἐν τῇ αὐτῇ πίστει. Ἤδη περιεχομένη εἰς τό βάπτισμα, ἡ ἀπαίτησις αὕτη τῆς κοινῆς πίστεως συγκεκριμενοποιεῖται εἰς τήν τέλεσιν τῆς Εὐχαριστίας. Ἀπαιτεῖται ὅμως ἐπί πλέον καί ἡ θέλησις τῆς ἐν ἀγάπῃ καί ἐν διακονίᾳ κοινωνίας, ὄχι μόνον μέ λόγους ἀλλά καί μέ ἔργα.

Τόσον ἡ συνέχεια διά μέσου τῆς ἱστορίας ὅσον καί ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώρισις ἐπισημαίνονται ἰδιαιτέρως κατά τήν εὐχαριστιακήν σύναξιν διά τῆς μνημονεύσεως τῶν Ἁγίων εἰς τόν Κανόνα καί τῶν ὑπευθύνων τῆς Ἐκκλησίας εἰς τά Δίπτυχα. Οὕτως ἐννοεῖ τις, διατί οἱ τελευταῖοι εἶναι σημεῖα τῆς καθολικῆς ἑνότητος ἐν τῇ εὐχαριστιακῇ κοινωνίᾳ, ὑπεύθυνοι, ἕκαστος εἰς τήν τάξιν του, τῆς διατηρήσεως τῆς κοινωνίας ἐν τῇ κατά τήν οἰκουμένην συμφωνίᾳ τῶν Ἐκκλησιῶν και τῆς κοινῆς των πιστότητος εἰς τήν ἀποστολικήν παράδοσιν.

4. Ἀνευρίσκομεν, ἑπομένως, μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν τούτων τούς δεσμούς τῆς κοινωνίας, τούς ὁποίους παρουσιάζει ἡ Καινή Διαθήκη: κοινωνίαν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἐλπίδι καί τῇ ἀγάπῃ, κοινωνίαν ἐν τοῖς μυστηρίοις, κοινωνίαν ἐν τῇ ἱερωσύνῃ. Τῆς κοινωνίας ταύτης φορεύς εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου. Στηριζομένη ἐπ᾽ αὐτοῦ, ἡ κατά τήν οἰκουμένην καθολική Ἐκκλησία ἐντάσσει ἐν αὐτῇ τήν ποικιλίαν ἤ τό πλῆθος καθιστῶσα ταῦτα ἕν ἐκ τῶν οὐσιωδῶν στοιχείων της. Ἡ καθολικότης αὕτη ἐκφράζει τήν πραγμάτωσιν τῆς προσευχῆς τοῦ κεφ. 17 τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου, ἐπαναλαμβανομένην εἰς τάς εὐχαριστιακάς ἐπικλήσεις.

Ἡ ἀναγωγή εἰς τήν ἀποστολικήν κοινωνίαν συνδέει τό σύνολον τῶν ἐπισκόπων, τῶν διακονούντων τήν «ἐπισκοπήν» τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, πρός τό σύνολον τῶν ἀποστόλων. Καί οἱ ἐπίσκοποι, ὡς καί οἱ ἀπόστολοι, συγκροτοῦν σύλλογον ἔχοντα τάς ρίζας του, διά τοῦ Πνεύματος, εἰς τό «ἐφάπαξ» τῆς ἀποστολικῆς ὁμάδος, μοναδικοῦ μάρτυρος τῆς πίστεως. Τοῦτο σημαίνει ὄχι μόνον ὅτι ὀφείλουν νά εἶναι ἡνωμένοι μεταξύ των διά τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀποστολῆς, τῆς καταλλαγῆς, ἀλλά καί ὅτι κοινωνοῦν εἰς τήν αὐτήν εὐθύνην καί τήν αὐτήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή ἡ μία καί μόνη Ἐκκλησία πραγματοῦται εἰς τήν τοπικήν Ἐκκλησίαν του, οὐδείς ἐπίσκοπος δύναται νά διαχωρίσῃ τήν μέριμναν περί τῆς Ἐκκλησίας του ἐκ τῆς μερίμνης διά τήν κατά τήν οἰκουμένην Ἐκκλησίαν. Καί ὅταν, διά τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας, λαμβάνει τό χάρισμα τοῦ Πνεύματος διά τήν ἐπισκοπήν μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας – τῆς ἰδικῆς του – λαμβάνει ἐξ αὐτοῦ τούτου τοῦ γεγονότος τό χάρισμα τοῦ Πνεύματος διά τήν ἐπισκοπήν τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀσκεῖ τήν ἐπισκοπήν ταύτην ἐν κοινωνίᾳ μεθ᾽ ὅλων τῶν ἐπισκόπων τῶν ἐχόντων ἐδῶ καί τώρα (hic et nunc) τήν εὐθύνην Ἐκκλησιῶν καί ἐν κοινωνίᾳ μετά τῆς ζώσης παραδόσεως, τῆς ὁποίας φορεῖς ὑπῆρξαν οἱ ἐπίσκοποι τοῦ παρελθόντος. Ἡ παρουσία ἐπισκόπων ὁμόρων ἑδρῶν κατά τήν εἰς ἐπίσκοπον χειροτονίαν του «μυστηριοποιεῖ» καί ἐνεργοποιεῖ τήν κοινωνίαν ταύτην. Δημιουργεῖ μίαν ὄσμωσιν τῆς μερίμνης του διά τήν τοπικήν κοινότητα καί τῆς φροντίδος διά τήν Ἐκκλησίαν τήν ἁπλουμένην ἐφ᾽ ὅλης τῆς γῆς. Ἡ ἐπισκοπή της κατά τήν οἰκουμένην Ἐκκλησίας ἀνατίθεται ὑπό τοῦ Πνεύματος ὄχι εἰς τό σύνολον τῶν τοπικῶν ἐπισκόπων, ἀλλ᾽ εἰς τήν κοινωνίαν των. Ἡ κοινωνία αὕτη ἐκφράζεται κατά τήν παράδοσιν ἐν τῇ συνοδικῇ πράξει. Θά πρέπει νά ἐξετάσωμεν μεταγενεστέρως τόν τρόπον, καθ᾽ ὅν αὕτη ἐννοεῖται καί πραγματοῦται ὑπό τήν προοπτικήν τῶν σημείων τά ὁποῖα διεσαφήσαμεν ἀνωτέρω.

Ἐν Μονάχῳ, τῇ 6ῃ Ἰουλίου 1982

Τό Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Εὐχαριστίας ὑπό τό φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος