Ἀπό 6 ἕως 15 Ἰουνίου, συνῆλθε στό Freising (München) τῆς Δυτικῆς Γερμανίας ἡ ὁλομέλεια τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς. Στό τέλος τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἐπιτροπῆς ἐξεδόθη κοινό ἀνακοινωθέν ἀναφορικά πρός τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας, τό ὁποῖο, κατά τήν κοινή γνώμη τῶν μελῶν πρέπει νά τύχῃ μιᾶς πλήρους ἐξετάσεως. Τό κοινό ἀνακοινωθέν, μαζί μέ τό κείμενο τῆς εἰδικῆς Ὑποεπιτροπῆς, πού συνῆλθε στή Βιέννη ἀπό 26 ἕως 30 Ἰανουαρίου ἐ.ἔ. καί ἐξήτασε τό θέμα τῆς Οὐνίας, ἀποτελεῖ τήν ἔναρξη τῆς μελέτης ὑπό τῶν τριῶν Μικτῶν Ὑποεπιτροπῶν τοῦ Διαλόγου πού θά πρέπει νά ὑποβληθῆ πρός τή Συντονιστική Μικτή Ἐπιτροπή πρίν ἀπό τήν 1η Μαΐου 1991. Κατωτέρω δημοσιεύουμε τό κοινό ἀνακοινωθέν σέ ἑλληνική μετάφραση ἐκ τοῦ γαλλικοῦ πρωτοτύπου:
Κοινό ἀνακοινωθέν
1. Οἱ ἐργασίες τῆς ὁλομελείας τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς διεξήχθησαν ὑπό τήν συμπροεδρίαν τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ καί τοῦ Προέδρου τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου γιά τήν προώθηση τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν Σεβ. Καρδιναλίου Edward Idris Cassidy, ἀπό 6 ἕως 15 Ἰουνίου 1990 εἰς Freising, στόν Οἶκο ‘KardinalDöpfner’ ὅπου τά μέλη ἔτυχαν τῆς πλουσιοπαρόχου φιλοξενίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μονάχου καί Freising Σεβ. Καρδιναλίου Friedrich Wetter.
2. Κατά τό ἔτος 1990, ἡ Διεθνής Μικτή Ἐπιτροπή Διαλόγου μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωμαιοκαθολικῆς καί Ὀρθοδόξου, συμπληρώνει δέκα ἔτη μεθοδικῆς καί παραγωγικῆς ἐργασίας, ἐντός πνεύματος κατανοήσεως καί ἀδελφικῆς συνεργασίας.
3. Ἀπό δύο ἐτῶν ἤδη, ἡ Ἐπιτροπή θεώρησε ὅτι ἐπέστη ὁ χρόνος ὥστε νά ἀσχοληθῆ μέ τήν μελέτη τῶν θεολογικῶν καί κανονικῶν συνεπειῶν τῆς μυστηριακῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας καί, κυρίως, νά συζητήση τό πρόβλημα τῶν ἀμοιβαίων σχέσεων τῆς αὐθεντίας καί τῆς συνοδικότητας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα, ἡ Ἐπιτροπή θεωρεῖ ὅτι θά πρέπει νά συζητήση εὐθέως τά θεολογικά καί πρακτικά προβλήματα πού προκύπτουν γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας τῆς ὑπάρξεως τῶν ἀνατολικοῦ ρυθμοῦ Ρωμαιοκαθολικῶν Ἐκκλησιῶν ὑπό τή σύγχρονή τους μορφή. Ἡ πρόθεση αὐτή ἀνακοινώθηκε κατά τή συνέλευση τῆς Ἐπιτροπῆς εἰς Bari (1987) καί ἤρχισε νά πραγματοποιεῖται κατά τή συνάντηση εἰς Valamo (1988) μέ τό σχηματισμό εἰδικῆς Ὑποεπιτροπῆς ἐπιφορτισμένης μέ τήν μελέτη τοῦ θέματος αὐτοῦ καί μέ τήν ὑποβολή ἐκθέσεως πρός τήν Ἐπιτροπή. Ἡ Ὑποεπιτροπή αὐτή συνῆλθε στή Βιέννη τόν Ἰανουάριο τοῦ 1990.
4. Τήν στιγμή τῆς συστάσεως τῆς Ὑποεπιτροπῆς, κανείς δέν μποροῦσε νά προβλέψη τὶς ἐξελίξεις ποῦ συντελοῦνται στήν Ἀνατολική Εὐρώπη πού ἐπέτρεψαν τήν ἄνθηση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας.
Ἡ ἐπιστροφή πρός τήν θρησκευτική ἐλευθερία ἐκτενῶν περιοχῶν ἀποτελεῖ τόσο γιά τούς Ὀρθοδόξους ὅσο καί γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς, οἱ ὁποῖοι ἐπί δεκαετίες ὑπέφεραν ὅλοι ἀπό διωγμούς, κίνητρο βαθειᾶς εὐχαριστίας πρός τόν Θεό, ἀποδεικνύοντας γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος τῆς ἱστορίας.
5. Τό πρόβλημα τῆς προελεύσεως καί τῆς ὑπάρξεως τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολικοῦ Ρυθμοῦ ἀπασχολεῖ τίς Ἐκκλησίες Ρωμαιοκαθολική καί Ὀρθόδοξο πολύ πρίν τήν ἔναρξη τοῦ Διαλόγου των καί ἀποτέλεσε συνεχές θέμα συζητήσεων ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Διαλόγου. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο οἱ Ἐκκλησίες θά εἶναι σέ θέση νά ἀναζητήσουν ἀπό κοινοῦ τή λύση θά ἀποτελέση μιά δοκιμασία γιά τή σταθερότητα τῶν τεθεισῶν ἤδη θεολογικῶν βάσεων καί οἱ ὁποῖες θά πρέπει νά ἀναπτυχθοῦν. Ἐξ αἰτίας τῶν πρόσφατων γεγονότων, ἡ Ἐπιτροπή ἀσχολήθηκε ἀποκλειστικά μέ τήν ἐξέταση τῶν προβλημάτων, τά ὁποῖα προκαλοῦνται λόγῳ τῆς προελεύσεως, τῆς ὑπάρξεως καί τῆς ἐξελίξεως τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολικοῦ Ρυθμοῦ πού ἀποκαλοῦνται ἐπίσης καί ‘Οὐνιτικές Ἐκκλησίες’.
6. Ἐκ τῶν συζητήσεων, πού διεξήχθησαν ἐντός πνεύματος εἰλικρινείας καί συμπνοίας, ἡ Ἐπιτροπή ἐπιθυμεῖ νά ἐκφράση τίς ἀκόλουθες σκέψεις:
(α) Δεδομένης τῆς ἀνωμάλου καταστάσεως, πού ἐπικρατεῖ σέ ὁρισμένες περιοχές μεταξύ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολικοῦ Ρυθμοῦ καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τό πρόβλημα τῆς ‘Οὐνίας’ εἶναι ἐπεῖγον καί πρέπει νά λάβη προτεραιότητα ἔναντι τῶν ὑπολοίπων θεμάτων, τά ὁποῖα καλεῖται ἡ Ἐπιτροπή νά συζητήση κατά τή διεξαγωγή τοῦ διαλόγου.
(β) Ὁ ὅρος ‘Οὐνία’ φανερώνει σ᾽ αὐτή τήν περίπτωση τήν προσπάθεια γιά τήν πραγμάτωση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἀποσπώντας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κοινότητες ἤ ὀρθοδόξους πιστούς, χωρίς νά ληφθῆ ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι, κατά τήν ἐκκλησιολογία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι μία ἀδελφή Ἐκκλησία πού προσφέρει ἀφ᾽ ἑαυτῆς τά μέσα καί τήν χάρη τῆς σωτηρίας. Ὑπ᾽ αὐτό τό πνεῦμα, καί σύμφωνα πρός τό κείμενο πού συνέταξε ἡ Ὑποεπιτροπή στή Βιέννη, ἀπορρίπτουμε τήν ‘Οὐνία’ ὡς μέθοδο ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητος, διότι ἀντιτίθεται πρός τήν κοινή Παράδοση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.
(γ) Ἐκεῖ ὅπου χρησιμοποιήθηκε ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνότητος δέν ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ της, δηλαδή τήν προσέγγιση τῶν Ἐκκλησιῶν, τοὐναντίον προκάλεσε νέες διαιρέσεις. Ἡ κατάσταση πού δημιουργήθηκε ὡς ἐκ τούτου κατέστη πηγή συγκρούσεων καί πόνου πού χαράχθηκε βαθειά στή μνήμη καί τήν κοινή συνείδηση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ἐξ ἄλλου, γιά ἐκκλησιολογικούς ἐπίσης λόγους, ἀναπτύχθηκε ἡ πεποίθηση ὅτι θά πρέπει νά ἀναζητηθοῦν ἄλλοι τρόποι ἑνότητος.
(δ) Σήμερα, ἐνῶ οἱ Ἐκκλησίες συναντῶνται ἐπί τῇ βάσει τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Κοινωνίας μεταξύ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, θά ἦταν λυπηρόν ἐάν, ἐπιστρέφοντας πρός τήν ‘Οὐνία’, κατέστρεφαν τό σημαντικό ἔργο πού ἐπιτελέστηκε μέ τόν διάλογο γιά τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν.
7. Ἐν τούτοις, πέρα ἀπό τίς ἱστορικές καί θεολογικές προσεγγίσεις, ἐνδείκνυται νά ληφθοῦν ἐγκαίρως πρακτικά μέτρα γιά νά ἀποφευχθοῦν οἱ συνέπειες τῶν ἐπικινδύνων ἐντάσεων πού ἀναπτύσσονται σέ διάφορες ὀρθόδοξες χῶρες. Τά ἀκόλουθα σημεῖα μποροῦν νά συμβάλουν πρός τήν κατεύθυνση αὐτή:
(α) Ἡ θρησκευτική ἐλευθερία τῶν προσώπων καί τῶν κοινοτήτων ἀποτελεῖ δίκαιο ὄχι μόνον ἀπολύτως σεβαστό, ἀλλά, γιά τούς χριστιανούς πού ζοῦν τήν ἴδια θεία ζωή, δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν σκοπό τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ‘εἰς μέτρον ἡλικίας’ αὐτοῦ (πρβλ. Ἐφ. 4,16). Ἡ ἐλευθερία αὐτή ἀποκλείει παντελῶς κάθε μορφή βίας, ἀμέσου ἤ ἐμμέσου, φυσικῆς ἤ ἠθικῆς. Ὅπως ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διαμοιραζόμενα πάντοτε πρός τό συμφέρον ὅλων (πρβλ. Α´ Κορ. 12,7), τό χάρισμα αὐτό ἐπίσης ἀπαιτεῖ ἀδελφική συνεργασία τῶν ποιμένων μέ σκοπό τή θεραπεία τῶν πληγῶν τοῦ παρελθόντος καί τή συμβολή τους πρός μιά οὐσιαστική καί διαρκή συνδιαλλαγή τῶν πιστῶν, παρέχοντες σ᾽ αὐτούς τή δυνατότητα ὥστε νά ἐπαναλάβουν ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ τήν προσευχή πού ὁ Κύριος δίδαξε στούς ὀπαδούς του.
(β) Κατά συνέπεια, θεωρεῖται ἀναγκαῖο οἱ ὑπεύθυνες ἐκκλησιαστικές ἀρχές νά καταβάλουν προσπάθεια, ἐντός τοῦ πνεύματος τοῦ διαλόγου καί λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄχι τό θέλημα τῶν τοπικῶν κοινοτήτων, γιά νά ἐπιλύσουν τά ἐπίμαχα συγκεκριμένα προβλήματα.
(γ) Κάθε απόπειρα πού ἀποβλέπει νά ὑπαχθοῦν οἱ πιστοί μιᾶς Ἐκκλησίας σέ μιά ἄλλη, αὐτό τό ὁποῖον κοινῶς ἀποκαλεῖται ‘προσηλυτισμός’, πρέπει νά ἀποκλεισθῆ ὡς μία ἐκτροπή ἀπό τήν ποιμαντική πράξη. Ἐπιπρόσθετα θά ἀποτελοῦσε ἀρνητική μαρτυρία ἐνώπιον ὅσων παρακολουθοῦν μέ κριτική στάση τή χρήση ἀπό τίς Ἐκκλησίες τῆς νέας τους ἐλευθερίας καί εἶναι ἔτοιμοι νά ἐπισημάνουν κάθε ἀνταγωνιστική ἀντιπαράθεση καί νά ἐπωφεληθοῦν ἀπό αὐτή.
Αὑτό ἐπιβάλλει ὥστε ὁ ποιμένας μιᾶς κοινότητας νά μή ἐπεμβαίνει σέ κοινότητα πού ἔχει ἀνατεθῆ σέ ἄλλο ποιμένα, ἀλλ᾽ ἀντιθέτως ὀφείλει νά συνεννοεῖται μέ τόν ποιμένα αὐτό, καθώς καί μέ τούς ὑπόλοιπους ποιμένες, ὥστε ὅλες οἱ κοινότητες νά προοδεύουν πρός τόν ἴδιο σκοπό, δηλαδή τῆς κοινῆς μαρτυρίας ἐντός τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο ζοῦν.
(δ) Ἐφ᾽ ὅσον καταλήξουμε σέ μιά διμερῆ συμφωνία, πού θά έπικυρωθῆ ἀπό τίς ἀντίστοιχες ἐκκλησιαστικές ἀρχές, εἶναι ἀπαραίτητο ἡ συμφωνία αὐτή νά τεθῆ σέ ἐφαρμογή.
8. Θεωροῦμε ὅτι ὁ διάλογος, πού εἶναι τό πλέον ὀρθό μέσο πρός τήν ἀναζήτηση τῆς ἑνότητος, ἀποτελεῖ τόν πλέον ἐνδεδειγμένο τρόπο γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων καί ἰδιαίτερα τῆς ‘Οὐνίας’. Γιά τό σκοπό αὐτό ὀφείλουμε νά συνεχίσουμε τόν διάλογο. Ἐπί τοῦ παρόντος τό ἐνδιαφέρον μας ἐπικεντρώνεται στή μελέτη τοῦ εἰδικοῦ αὐτοῦ προβλήματος.
9. Πιστεύουμε ὅτι θά ἦταν χρήσιμη γιά τήν ἐπιτυχία τῆς μελέτης τοῦ προβλήματος αὐτοῦ ἡ παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, στίς ὁποῖες δέν κατέστη δυνατό νά λάβουν μέρος στή συνάντηση αὐτή.
10. Στήν ἀνοικτή πλέον ὁδό πού χαράχθηκε ἀπό τήν συνέλευση τῆς Βιέννης, ἡ μελέτη τοῦ προβλήματος αὐτοῦ θά συνεχισθῆ, διότι πρέπει νά ὑπερπηδηθοῦν τά ἐμπόδια οὕτως ὥστε νά δυνηθοῦμε νά συνεχίσουμε τήν πρόοδό μας πρός τήν ἑνότητα.
Freising, 15 Ἰουνίου 1990