Εἰσαγωγή
1. Κατόπιν ἀξιώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁμαλή πρόοδος τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέ τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία διεκόπη διά νά καταστῆ δυνατόν να ἐξετασθῆ κατά προτεραιότητα τό καλούμενο πρόβλημα τῆς «Οὐνίας».
2. Ἀναφορικῶς πρός τήν μέθοδο πού ἀπεκλήθη «Οὐνία» εἶχε δηλωθῆ στό Freising (Ἰούνιος 1990) ὅτι: «τήν ἀποκλείομε ὡς μέθοδο ἀναζητήσεως τῆς Ἑνότητος, διότι δέν εἶναι σύμφωνη πρός τήν κοινή παράδοση τῶν Ἐκκλησιῶν μας».
3. Ὅσον ἀφορᾶ στίς Καθολικές Ἐκκλησίες Ἀνατολικοῦ ρυθμοῦ, εἶναι προφανές ὅτι, ὡς μέλη τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς (ἐκκλησιαστικῆς) Κοινωνίας, ἔχουν τό δικαίωμα νά ὑπάρχουν καί νά δροῦν μέ στόχο τήν ἱκανοποίηση τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν των.
4. Τό κείμενο πού συνετάχθη στήν Ariccia ὑπό τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς (Ἰούνιος 1991) καί ὡλοκληρώθη στό Balamand(Ἰούνιος 1993) διαγράφει τήν μέθοδο πού υἱοθετοῦμε στά πλαίσια τῆς σημερινῆς ἀναζητήσεως τῆς πλήρους κοινωνίας, δίδοντας ἔτσι τούς λόγους πού ἐπιβάλλουν τόν ἀποκλεισμό τῆς «Οὐνίας» ὡς μεθόδου.
5. Τό παρόν κείμενο περιλαmβάνει δύο μέρη: α. Ἐκκλησιολογικές Ἀρχές; β. Πρακτικοί Κανόνες.
Ἐκκλησιολογικές Ἀρχές
6. Ὁ χωρισμός τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως ὄχι μόνο οὐδέποτε κατέπνιξε τήν ἐπιθυμία γιά Ἑνότητα πού θέλησε ὁ Χριστός, ἀλλά, ἀντιθέτως, συχνά ἡ κατάσταση αὐτή, ἡ τόσο ἀντίθετη ἀπό τή φύση τῆς Ἐκκλησίας, κατέστη γιά πολλούς ἡ εὐκαιρία νά λάβουν ζωηρότερη συνείδηση τῆς ἀνάγκης νά πραγματοποιήσουν αὐτή τήν Ἑνότητα γιά νά εἶναι πιστοί στήν ἐντολή τοῦ Κυρίου.
7. Κατά τή διάρκεια τῶν αἰώνων κατεβλήθησαν πολλές προσπάθειες γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς Ἑνότητος. Οἱ προσπάθειες αὐτές ἐπεδίωξαν νά ἐπιτύχουν τόν σκοπό αὐτό διά ποικίλων μεθόδων, κάποτε συνοδικῶν, ἀναλόγως πρός τήν πολιτική, ἱστορική, θεολογική καί πνευματική κατάσταση ἑκάστης ἐποχῆς. Δυστυχῶς, καμμία ἀπό τίς προσπάθειες αὐτές δέν ἐπέτυχε νά ἀποκαταστήση τήν πλήρη κοινωνία μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, ἀντιθέτως μάλιστα κάποτε ὡδήγησαν σέ σκλήρυνση τῶν ἀντιθέσεων.
8. Κατά τή διάρκεια τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων, σέ διάφορες περιοχές τῆς Ἀνατολῆς, ἀνελήφθησαν πρωτοβουλίες προερχόμενες ἀπό τό ἐσωτερικό ὡρισμένων Ἐκκλησιῶν καί ὑπό τήν ὤθηση ἐξωτερικῶν παραγόντων, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως. Οἱ πρωτοβουλίες αὐτές ὡδήγησαν στήν ἕνωση ὡρισμένων κοινοτήτων μέ τήν Ἕδρα τῆς Ρώμης καί εἶχαν ὡς συνέπεια τή διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τίς Ἐκκλησίες-μητέρες των τῆς Ἀνατολῆς. Ἔτσι ἐγεννήθησαν οἱ Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες καί ἐδημιουργήθη μία κατάσταση πού κατέστη πηγή συγκρούσεως καί θλίψεων πρῶτον γιά τούς Ὀρθοδόξους ἀλλά καί γιά τούς Καθολικούς.
9. Ὅποια καί ἄν ἦταν ἡ πρόθεση καί ἡ γνησιότητα τῆς θελήσεως πού ἐξέφραζαν οἱ μερικές αὐτές ἑνώσεις μέ τήν Ἕδρα τῆς Ρώμης νά εἶναι πιστές στήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἕν ὧσιν», ὀφείλομε νά διαπιστώσωμε ὅτι ἡ ἀποκατάσταση τῆς Ἑνότητος μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως δέν ἐπετεύχθη καί ὅτι ὁ χωρισμός των ἐξακολουθεῖ, δηλητηριαζόμενος περαιτέρω ἀπό τίς ἀπόπειρες αὐτές.
10. Ἡ κατάσταση πού ἐδημιουργήθη κατ᾽ αὐτό τόν τρόπο ἐγέννησε, πράγματι, ἐντάσεις καί ἀντιθέσεις. Προοδευτικά, κατά τίς δεκαετίες πού ἀκολούθησαν αὐτές τίς ἑνώσεις, ἡ ἱεραποστολική δραστηριότητα εἴχε τήν τάση νά ἐγγράψη μεταξύ τῶν προτεραιοτήτων της τήν προσπάθεια νά προσηλυτίση τούς ἄλλους Χριστιανούς, ἀτομικά ἤ καθ᾽ ὁμάδες, γιά νά τούς κάμη νά «ἐπιστρέψουν» στήν δική της Ἐκκλησία. Γιά νά νομιμοποιήση τήν τάση αὐτή, πηγή τοῦ προσηλυτισμοῦ, ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἀνέπτυξε μιά θεολογική θεώρηση, σύμφωνα πρός τήν ὁποία παρουσιαζόταν ἡ ἴδια ὡς μοναδική διαχειρίστρια τῆς παρακαταθήκης τῆς σωτηρίας. Ἀπό ἀντίδραση, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, κατέληξε μέ τή σειρά της στήν υἱοθέτηση τῆς ἴδιας θεωρήσεως τῶν πραγμάτων, σύμφωνα πρός τήν ὁποία ἡ σωτηρία εὑρίσκετο ἀποκλειστικά καί μόνο στούς κόλπους της. Γιά νά ἐξασφαλίσουν, μάλιστα, τήν σωτηρία τῶν «χωρισμένων ἀδελφῶν» ἔφθασαν μέχρι τοῦ σημείου νά ἀναβαπτίζουν τούς Χριστιανούς καί νά λησμονοῦν τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τήν προσωπική θρησκευτική ἀπόφαση τῶν ἀνθρώπων· μία προοπτική στήν ὁποία ἡ ἐποχή ἦταν πολύ λίγο εὐαίσθητη.
11. Ἀφ᾽ ἑτέρου, ὡρισμένες πολιτικές ἀρχές ἔκαμαν ἀπόπειρες γιά τήν ἐπαναφορά τῶν ἀνατολικῶν Καθολικῶν στήν Ἐκκλησία τῶν πατέρων των. Πρός τόν σκοπό αὐτό δέν ἐδίσταζαν, ὅταν παρουσιάζετο ἡ εὐκαιρία, νά χρησιμοποιοῦν ἀπαράδεκτα μέσα.
12. Ἐξ αἰτίας τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο οἱ Καθολικοί ἤ οἱ Ὀρθόδοξοι θεωροῦν καί πάλι ὁ ἕνας τόν ἄλλο στά πλαίσια τῆς σχέσεώς των πρός τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνακαλύπτουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο ὡς ἀνήκοντες σέ «ἀδελφές Ἐκκλησίες», ἡ μορφή αὐτή «ἱεραποστολῆς» πού περιγράψαμε ἀνωτέρω καί πού ὠνομάσθη «Οὐνία» δέν δύναται πλέον νά γίνη ἀποδεκτή οὔτε ὡς ἀκολουθητέα μέθοδος οὔτε ὡς ὑπόδειγμα τῆς Ἑνότητος πού ἀναζητοῦν οἱ Ἐκκλησίες μας.
13. Πράγματι, κυρίως ἀπό τῆς ἐνάρξεως τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων καί τῆς Β´ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ, ἡ ἐκ νέου ἀνακάλυψη καί ἀξιοποίηση, τόσο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ὅσο καί ἀπό τούς Καθολικούς, τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας, ἄλλαξαν ριζικῶς οἱ προϋποθέσεις καί, ἄρα, καί οἱ θεμελιώδεις στάσεις. Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐνεπιστεύθη στήν Ἐκκλησία Του – ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχή στά ἴδια μυστήρια, πρό πάντων στή μοναδική Ἱερωσύνη πού τελεῖ τή μοναδική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν Ἐπισκόπων – δέν δύναται νά θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας. Στά πλαίσια αὐτά, εἶναι σαφές ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμός ἀποκλείεται.
14. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἡ Ὀρθόδοξος καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαίως ὡς «ἀδελφές Ἐκκλησίες», ὑπεύθυνες ἀπό κοινοῦ γιά τή διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στήν πιστότητα πρός τό Θεῖο Σχέδιο, ὅλως δέ ἰδιαιτέρως σέ ὅ, τι ἀφορᾶ στήν Ἑνότητα. Σύμφωνα πρός τούς λόγους τοῦ Πάπα Ἰωάννου-Παύλου τοῦ Β´, ἡ οἰκουμενική προσπάθεια τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, θεμελιωμένη στό διάλογο καί τήν προσευχή, ἀναζητεῖ μία τελεία καί πλήρη κοινωνία πού νά μήν εἶναι οὔτε ἀπορρόφηση οὔτε συγχώνευση, ἀλλά συνάντηση ἐν τῇ ἀληθείᾳ καί τῇ ἀγάπῃ. (πρβλ. Slavorum Apostoli, ἀρ. 27).
15. Ἐφ᾽ ὅσον μένομε σταθεροί στήν ἀπαραβίαστη ἐλευθερία τῶν προσώπων καί στήν παγκόσμια ὑποχρέωση νά ἀκολουθοῦμε τίς ἐπιταγές τῆς συνειδήσεως στήν προσπάθεια ἀποκαταστάσεως τῆς Ἑνότητος, κατανοοῦμε ὅτι δέν πρέπει νά ἀναζητοῦμε τόν προσηλυτισμό τῶν προσώπων ἀπό τή μία Ἐκκλησία στήν ἄλλη γιά νά ἐξασφαλίσωμε τή σωτηρία των. Τό πρόβλημα πού τίθεται εἶναι πῶς θά πραγματοποιήσωμε ἀπό κοινοῦ αὐτό πού θέλει ὁ Χριστός γιά τούς δικούς Του καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν Ἐκκλησία Του· καί τοῦτο διά μιᾶς κοινῆς ἀναζητήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν μεταξύ των καί σέ πλήρη συμφωνία γιά τό περιεχόμενο τῆς πίστεως καί τῶν συνεπειῶν της. Ἡ προσπάθεια αὐτή συνεχίζεται στά πλαίσια τοῦ διεξαγόμενου σήμερα διαλόγου. Τό παρόν κείμενο ἀποτελεῖ ἀναγκαία βαθμίδα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ.
16. Οἱ Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες θέλησαν νά ἀποκαταστήσουν τήν πλήρη κοινωνία μέ τήν Ἕδρα τῆς Ρώμης καί νά μείνουν πιστές στήν Ἐκκλησία αὐτή, ἔχουν τά δικαιώματα καί τίς ὑποχρεώσεις νά συνδέονται μέ τήν ἐκκλησιαστική αὐτή Κοινωνία τῆς ὁποίας εἶναι μέλη. Ἔχουν ὡς ἀρχές πού διέπουν τή στάση τους ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τίς ἀρχές πού διετυπώθησαν ἀπό τή Β´ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ καί ἐφηρμόσθησαν ἀπό τούς Πάπες, πού διεσάφησαν τίς πρακτικές συνέπειες αὐτῶν σέ διάφορα ἔκτοτε δημοσιευμένα κείμενα. Θά πρέπει ἑπομένως οἱ Ἐκκλησίες αὐτές νά ἐνσωματωθοῦν, τόσο στό τοπικό ὅσο καί στό παγκόσμιο ἐπίπεδο, στό διάλογο τῆς ἀγάπης μέσα στά πλαίσια τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ καί τῆς ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης πού ξαναβρέθηκε, καί νά λάβουν μέρος στό Θεολογικό Διάλογο μέ ὅλες τίς πρακτικές του συνέπειες.
17. Μέσα στήν ἀτμόσφαιρα αὐτή οἱ σκέψεις πού προηγήθησαν καί οἱ πρακτικοί κανόνες πού θά ἀκολουθήσουν εἶναι τέτοιας φύσεως – κατά τό μέτρο πού θά τύχουν τῆς πρακτικῆς ἀποδοχῆς μας καί θά τηρηθοῦν πιστά –, ὥστε νά ὁδηγήσουν σέ μία δίκαιη καί ὁριστική λύση τῶν δυσκολιῶν πού οἱ Ἀνατολικές αὐτές Καθολικές Ἐκκλησίες ἔθεσαν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
18. Σχετικῶς, ὁ Πάπας Παῦλος ὁ Στ´ εἶχε τονίσει στήν ὁμιλία τοῦ στό Φανάρι τόν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1967 ὅτι «ἐπαφίεται στούς ἀρχηγούς τῶν Ἐκκλησιῶν, – στήν Ἱεραρχία τους – νά ὁδηγήσουν τίς Ἐκκλησίες στήν ὁδό τῆς πλήρους ἀποκατασταθείσης κοινωνίας. Ὀφείλουν νά τό πράξουν ἀλληλοαναγνωριζόμενοι καί ἀλληλοσεβόμενοι ὡς Ποιμένες τοῦ τμήματος ἐκείνου τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ πού Αὐτός τούς ἐνεπιστεύθη, λαμβάνοντας πρόνοια περί τῆς συνοχῆς καί τῆς αὐξήσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἀποφεύγοντας ὁ, τιδήποτε θά ἦταν δυνατόν νά τόν διασκορπίση ἤ νά τοῦ προκαλέση σύγχυση» (Τόμος Ἀγάπης, ἀρ. 172). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος ὁ Β´ καί ὁ Πατριάρχης Δημήτριος διευκρίνησαν ἀπό κοινοῦ: «Ἀποκρούουμε κάθε μορφή προσηλυτισμοῦ, κάθε στάση πού θά ἦταν ἤ πού θά μποροῦσε νά θεωρηθῆ ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ τοῦ ἄλλου» (7 Δεκεμβρίου 1987).
Πρακτικοί κανόνες
19. Ὁ ἀμοιβαῖος σεβασμός μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν πού εὑρίσκονται σέ δύσκολες καταστάσεις θά αὐξηθῆ αἰσθητά στό μέτρο πού αὐτές θά ἀκολουθήσουν τούς ἑπομένους πρακτικούς κανόνες:
20. Οἱ κανόνες αὐτοί δέν θά λύσουν τά προβλήματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν ἐφ᾽ ὅσον δέν ὑπάρξη προηγουμένως ἀπό τῆς πλευρᾶς καί τῶν δύο μερῶν μία βούληση γιά συγγνώμη, θεμελιωμένη ἐπί τοῦ Εὐαγγελίου καί – στά πλαίσια μιᾶς σταθερῆς προσπάθειας ἀνανεώσεως – ἡ συνεχῶς ἀναζωογονουμένη ἐπιθυμία νά βροῦν τήν πλήρη κοινωνία πού εἶχε ὑπάρξει μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν μας κατά τή διάρκεια μιᾶς καί πλέον χιλιετίας. Ἐδῶ ἀκριβῶς θά πρέπει νά μεσολαβήση μέ συνεχῶς ἀνανεούμενη ἔνταση ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης, ὁ μόνος πού μπορεῖ νά ὑπερνικήση τήν ἀμοιβαία ἀκατανοησία καί πού εἶναι τό ἀναγκαῖο γιά τήν ἐμβάθυνση τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου κλῖμα γιά τήν, μέσω αὐτῶν, ἐπίτευξη τῆς πλήρους κοινωνίας.
21. Ἡ πρώτη ἐνέργεια πού θά πρέπει νά γίνη εἶναι νά θέσωμε τέρμα σέ ὁ, τιδήποτε δύναται νά διατηρήσει ζωντανή τή διχόνοια, τήν περιφρόνηση καί τό μῖσος μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν. Οἱ ὑπεύθυνες ἀρχές τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας θά βοηθήσουν πρός τό σκοπό αὐτό τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες καί τίς κοινότητές των, ὥστε νά προετοιμάσουν καί αὐτές τήν πλήρη κοινωνία μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ὀρθοδόξου καί Καθολικῆς. Οἱ ὑπεύθυνες ἀρχές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θά πρέπει νά ἐνεργήσουν μέ ἀνάλογο τρόπο ἔναντι τῶν πιστῶν τους. Μόνο ἔτσι θά καταστῆ δυνατόν νά ἀντιμετωπισθῆ, μέ ἀγάπη καί δικαιοσύνη συγχρόνως, ἡ ἐξαιρετικά πολύπλοκη κατάσταση πού ἔχει δημιουργηθῆ στήν Κεντρική καί Ἀνατολική Εὑρώπη, τόσο γιά τούς Καθολικούς ὅσο καί γιά τούς Ὀρθοδόξους.
22. Ἡ ποιμαντική δραστηριότητα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας – τόσο τῆς λατινικής ὅσο καί τῆς ἀνατολικῆς – δέν ἀποσκοπεῖ πιά στό νά κάμη νά «περάσουν» στήν μία Ἐκκλησία οἱ πιστοί τῆς ἄλλης· δηλαδή, δέν ἀποβλέπει πιά στόν προσηλυτισμό, ἐνεργούμενο στούς κόλπους τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀποσκοπεῖ στό νά ἀπαντήσῃ στίς πνευματικές ἀνάγκες τῶν δικῶν της πιστῶν καί δέν ἔχει καμμία ἐπιθυμία ἐπεκτάσεως εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μέσα σέ αὐτή τήν προοπτική, γιά νά μήν ὑπάρχει πιά καμμία θέση γιά τή δυσπιστία καί τήν ὑποψία, εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρχη μία αμοιβαία πληροφόρηση ἐπί τῶν διαφόρων ποιμαντικῶν προγραμμάτων καί κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο νά μπορέση νά ἀρχίση καί νά ἀναπτυχθῆ μία συνεργασία μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων καί ὅλων τῶν ὑπευθύνων τῆς Ἐκκλησίας μας.
23. Ἡ ἱστορία τῶν σχέσεων μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Ἀνατολικῶν Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν φέρει τά ἴχνη διωγμῶν καί θλίψεων. Ὅποιες καί ἄν ἦσαν οἱ θλίψεις αὐτές καί τά αἴτιά των, δέν δικαιολογοῦν κανενός εἴδους θριαμβολογίες· κανείς δέν δύναται νά ἀντλῆ δόξα ἀπό αὐτές ἤ καί ἐπιχειρήματα γιά νά κατηγορῆ ἤ νά κακολογῆ τήν ἄλλη Ἐκκλησία. Ὁ Θεός μόνο γνωρίζει τούς αὐθεντικούς Του μάρτυρες. Ὅποιο καί ἄν ἦταν τό παρελθόν, θά πρέπει νά ἀφεθῆ στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, καί ὅλες οἱ Ἐκκλησίες θά πρέπει νά προσπαθήσουν, ὥστε τό παρόν καί τό μέλλον νά εἶναι περισσότερο σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ γιά τούς ἀνήκοντες σέ αὐτόν.
24. Θα πρέπει ἐπίσης – τοῦτο δέ καί ἀπό τίς δύο πλευρές – οἱ Ἐπίσκοποι καί ὅλοι οἱ ὑπεύθυνοι νά σέβωνται μέ σχολαστικότητα τή θρησκευτική ἐλευθερία τῶν πιστῶν. Οἱ τελευταῖοι αὐτοί θά πρέπει νά μποροῦν νά ἐκφράζουν ἐλεύθερα τή γνώμη τους ὅταν τούς ζητεῖται καί νά ὀργανώνονται πρός τόν σκοπό αὐτό. Ἡ θρησκευτική ἐλευθερία, πράγματι, ἀπαιτεῖ ὅπως, ἰδιαίτερα σέ περιπτώσεις συγκρούσεως, οἱ πιστοί νά εἶναι σέ θέση νά διατυπώνουν τήν ἐπιλογή των καί νά ἀποφασίζουν χωρίς ἐξωτερικές πιέσεις, ἄν ἐπιθυμοῦν νά τελοῦν ἐν κοινωνίᾳ εἴτε μέ τήν Ὀρθόδοξο εἴτε μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία. Ἡ θρησκευτική ἐλευθερία θά ἐβιάζετο ἐφ᾽ ὅσον, ὑπό τό πρόσχημα τῆς οἰκονομικῆς βοηθείας, θά ἐπεδιώκετο ἡ προσέλκυση τῶν πιστῶν τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας, π.χ. μέ τήν ὑπόσχεση παροχῆς παιδείας ἤ ἄλλων ὑλικῶν ὠφελημάτων, τῶν ὁποίων στεροῦνται στά πλαίσια τῆς δικῆς των Ἐκκλησίας. Σέ παρόμοιες περιπτώσεις, θά πρέπει ἡ κοινωνική βοήθεια νά ὀργανώνεται διά κοινῆς συμφωνίας, ὅπως καί γιά κάθε εἴδους φιλανθρωπική δραστηριότητα οὕτως, ὥστε νά ἀποφευχθῆ ἡ γέννηση νέων ὑποψιῶν.
25. Ἀφ᾽ ἑτέρου, ὁ ἀναγκαῖος σεβασμός τῆς χριστιανικῆς ἐλευθερίας – μία ἀπό τίς πολυτιμότερες δωρεές πού λάβαμε ἀπό τόν Χριστό – δέν θά ἔπρεπε νά γίνη ἀφορμή, ὥστε νά τεθῆ σέ ἐφαρμογή χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μέ τούς διευθύνοντες τίς Ἐκκλησίες αὐτές, ἕνα ποιμαντικό πρόγραμμα πού νά ἀφορᾶ καί στούς πιστούς τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν. Ὄχι μόνο κάθε εἴδους πίεση, ὅποια καί ἄν εἶναι, θά πρέπει νά ἀποκλεισθῆ, ἀλλά καί, γενικῶς, ὁ σεβασμός τῶν συνειδήσεων πού κινοῦνται ἀπό ἕνα γνήσιο κίνητρο πίστεως, ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς ἀρχές πού θά πρέπει νά κατευθύνη τήν ποιμαντική φροντίδα τῶν ὑπευθύνων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν καί νά ἀποτελῆ ἀντικείμενο τῆς συνεννοήσεώς των (πρβλ. Γαλ. 5,13).
26. Γι᾽ αὐτό τόν λόγο, θά πρέπει νά ἀναζητήσωμε καί νά ἀρχίσωμε ἕνα διάλογο ἀνοικτό, ἐν πρώτοις, μεταξύ ὅλων ἐκείνων πού, στήν «γραμμή τοῦ πυρός», ἔχουν τήν εὐθύνη τῶν Ἐκκλησιῶν. Οἱ διευθύνοντες, ἐπίσης, τῶν ἀμέσως ἐνδιαφερομένων κοινοτήτων θά πρέπει νά ἱδρύουν τοπικές ἱσομερεῖς ἐπιτροπές ἤ νά καθιστοῦν ἀποτελεσματικές τίς ἤδη ὑφιστάμενες, πρός τόν σκοπό τῆς ἐξευρέσεως λύσεως τῶν συγκεκριμένων προβλημάτων, καθώς καί νά ἐφαρμόσουν τίς λύσεις αὐτές ἐν ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ, ἐν δικαιοσύνῃ καί εἰρήνῃ. Σέ περίπτωση πού δέν καταστῆ δυνατόν νά ἐπιτευχθῆ συμφωνία ἐπί τοπικοῦ ἐπιπέδου, θά πρέπει τό γεννηθέν ζήτημα νά ὑποβληθῆ στίς ἀνώτερες ἀρχές, συγκροτημένες ὑπό μορφή μικτῶν ἐπιτροπῶν.
27. Ἡ καχυποψία θά ἐξηφανίζετο εὐκολότερα ἄν τά δύο μέρη κατεδίκαζαν τή βία ἐκεῖ, ὅπου οἱ κοινότητες τήν ἀσκοῦν ἐναντίον τῶν κοινοτήτων μιᾶς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως τό ζητεῖ ἡ Α. Ἁγιότης, ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος ὁ Β´ στήν ἐπιστολή του τῆς 31ης Μαΐου 1991, θά πρέπει ἀπαραιτήτως νά ἀποφεύγεται κάθε εἴδους βία καί πίεση οὕτως, ὥστε νά καθίσταται σεβαστή ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως. Ἀνήκει στούς διευθύνοντες τῶν κοινοτήτων νά βοηθοῦν τούς πιστούς των νά ἐμβαθύνουν τήν πιστότητά των ἔναντι τῶν Ἐκκλησιῶν των καί ἔναντι τῆς παραδόσεώς των καί νά τούς διδάσκουν νά ἀποφεύγουν ὄχι μόνο τή βία – φυσική ἤ ἠθική –, ἀλλά καί ὁ, τιδήποτε θά μποροῦσε νά ὁδηγήσῃ στήν περιφρόνηση τῶν ἄλλων Χριστιανῶν καί σέ μία ἀρνητική μαρτυρία πού νά χλευάζη τό ἔργο τῆς σωτηρίας, δηλαδή τῆς καταλλαγῆς ἐν Χριστῷ.
28. Ἡ πίστη στή μυστηριακή πραγματικότητα συνεπάγεται ὅτι σέβεται κανείς ὅλες τίς λειτουργικές τελετές τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Ἡ χρήση τῆς βίας γιά τήν κατάληψη ἑνός τόπου λατρείας ἀντιβαίνει σέ αὐτή τήν πεποίθηση. Ἡ τελευταία αὐτή, ἀντιθέτως, ἀπαιτεῖ ὅπως, σέ ὡρισμένες περιστάσεις, διευκολύνεται ἡ λατρεία τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, βάσει μιᾶς συμφωνίας πού νά ἐπιτρέπη τήν ἐναλλάξ τέλεση λειτουργίας σέ διαφορετικούς χρόνους μέσα στό ἴδιο κτίριο. Καί πέραν τούτου: ἡ εὐαγγελική ἠθική ἀπαιτεῖ νά ἀποφεύγη κανείς δηλώσεις ἤ ἐκδηλώσεις δυνάμενες νά διαιωνίζουν μία κατάσταση συγκρούσεως ἤ νά βλάπτουν τόν διάλογο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν μᾶς προτρέπει νά εἴμεθα φιλόξενοι οἱ μέν πρός τούς δέ, ὅπως ὁ Χριστός ἦταν πρός ἐμᾶς πρός δόξαν Θεοῦ; (πρβλ. Ρωμ. 15, 7)
29. Οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Ἱερεῖς ἔχουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τό καθῆκον νά σέβωνται τήν ἐξουσία πού τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔδωσε στούς Ἐπισκόπους καί τούς Ἱερεῖς τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας καί, πρός τόν σκοπό αὐτό, νά ἀποφεύγουν νά ἀναμειγνύωνται στήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς. Ὅταν μία συνεργασία καθίσταται ἀναγκαία γιά τό καλό τους, ἀπαιτεῖται ὅπως οἱ ὑπεύθυνοι συντονίζονται, θέτοντας γιά τήν ἀμοιβαία αὐτή βοήθεια ἀναμφισβήτητα θεμέλια, γνωστά σέ ὅλους, καί ὅπως ἐνεργοῦν ἐν συνεχείᾳ μέ εἰλικρίνεια καί διαφάνεια, σεβόμενοι τή μυστηριακή τάξη τῆς ἑτέρας Ἐκκλησίας.
Στό ἴδιο αὐτό πλαίσιο, γιά νά ἀποφευχθῆ κάθε παρεξήγηση καί γιά νά ἀναπτυχθῆ ἡ ἐμπιστοσύνη μεταξύ τῶν Ἐκκησιῶν, εἶναι ἀναγκαῖο ὅπως οἱ Καθολικοί καί οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι τῆς αὐτῆς περιοχῆς συνεννοοῦνται πρό τῆς ἐφαρμογῆς καθολικῶν ποιμαντικῶν προγραμμάτων, συνεπαγομένων τή δημιουργία νέων δομῶν σέ περιοχές πού ἀνήκουν ἐκ παραδόσεως στήν δικαιοδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί τοῦτο πρός τόν σκοπό ἀποφυγῆς παραλλήλων ποιμαντικῶν δραστηριοτήτων πού θα κινδύνευαν νά γίνουν ταχύτατα ἀνταγωνιστικές ἤ καί ἐχθρικές.
30. Γιά νά προετοιμασθῆ τό μέλλον τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν καί νά ξεπερασθῆ πιά ἡ πεπαλαιωμένη ἐκκλησιολογία τῆς ἐπιστροφῆς στήν Καθολική Ἐκκλησία πού συνεδέθη μέ τό πρόβλημα, τό ἀντιμετωπιζόμενο στό παρόν κείμενο, θά πρέπει νά δοθῆ εἰδική προσοχή στήν προετοιμασία τῶν Ἱερέων τῆς αὔριον καί ὅλων ἐκείνων πού καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπο λαμβάνουν μέρος σέ μία ἀποστολική δρστηριότητα, ἀσκουμένη ἐκεῖ ὅπου ἡ ἄλλη Ἐκκλησία ἔχει ἐκ παραδόσεως τίς ρίζες της. Ἡ ἐκπαίδευσή των θά πρέπει νά εἶναι ἀντικειμενικά θετική ἔναντι τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας. Ὅλοι ὀφείλουν πρῶτον νά εἶναι πληροφορημένοι περί τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας καί περί τῆς αὐθεντικότητος τῆς μυστηριακῆς της ζωῆς. Ὁμοίως θά πρέπει νά προσφέρεται σέ ὅλους μία τίμια καί σφαιρική παρουσίαση τῆς ἱστορίας, τείνουσα πρός μία ἱστοριογραφία συγκλίνουσα ἤ καί κοινή τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ἔτσι θά βοηθεῖται ἡ διάλυση τῶν προκαταλήψεων καί θά ἀποφεύγεται τό γεγονός, νά χρησιμοποιεῖται ἡ ἱστορία κατά πολεμικό τρόπο. Ἡ παρουσίαση αὐτή θά συντελέση στή λήψη συνειδήσεως ὅτι οἱ εὐθύνες γιά τόν χωρισμό εἶναι μοιρασμένες καί ὅτι ἄφησαν ἑκατέρωθεν βαθειές πληγές.
31. Θά πρέπει νά θυμηθοῦμε τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τούς Κορινθίους (Α´ Κορ. 6,1-7), ἡ ὁποία συνιστᾶ σέ αὐτούς νά λύσουν μεταξύ των τίς διαφορές των διά μέσου ἑνός ἀδελφικοῦ διαλόγου, ἀποφεύγοντας ἔτσι νά ἐμπιστευθοῦν στήν παρέμβαση τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν τήν πρακτική λύση τῶν προβλημάτων πού ἀνακύπτουν μεταξύ Ἐκκλησιῶν ἤ τοπικών Κοινοτήτων. Τοῦτο ἰσχύει ἰδιαιτέρως γιά τήν κατοχή ἤ ἐπιστροφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Τόσο ἡ μία ὅσο καί ἡ ἄλλη, δέν θά πρέπει νά θεμελιώνονται μόνο σέ περασμένες καταστάσεις ἤ νά στηρίζωνται ἀποκλειστικά σέ γενικές νομικές ἀρχές, ἀλλά ὀφείλουν νά λαμβάνουν ὑπ᾽ ὄψιν ἐπίσης, καί τό πολύπλοκο τῶν ποιμαντικῶν πραγματικοτήτων τοῦ παρόντος ὡς καί τίς τοπικές συνθῆκες.
32. Μόνο μέ αὐτό τό πνεῦμα θά καταστῆ δυνατόν νά ἀντιμετωπισθῆ ἀπό κοινοῦ ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ ἐκκοσμικευμένου κόσμου μας. Θά πρέπει νά προσπαθήσωμε νά δώσωμε στά μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως νέους στόχους, ἰδιαίτερα δέ στόν θρησκευτικό τύπο οὕτως, ὥστε νά ἀποφεύγωνται ἀνακριβεῖς ἤ προκατειλημμένες πληροφορίες.
33. Εἶναι ἀναγκαῖο ὅπως οἱ Ἐκκλησίες ἑνώνωνται γιά νά ἐκφράσουν τήν ἀναγνώριση καί τόν σεβασμό πρός ὅλους ἐκείνους – γνωστούς καί ἀγνώστους, Ἐπισκόπους, Ἱερεῖς ἤ πιστούς, Ὀρθοδόξους, Ἀνατολικούς Καθολικούς ἤ Λατίνους –, οἱ ὁποῖοι ὑπέφεραν, ὡμολόγησαν τήν πίστη των, ἀπέδειξαν τήν ἀφοσίωσή των στήν Ἐκκλησία ἤ, γενικῶς, σέ ὅλους τούς Χριστιανούς χωρίς διάκριση, πού ὑπέστησαν διώξεις. Τά ὅσα ὑπέφεραν μᾶς καλοῦν νά ἐνωθοῦμε καί νά δώσωμε, μέ τή σειρά μας, μία κοινή μαρτυρία γιά νά ἀνταποκριθοῦμε στήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἕν ὧσιν» (Ἰωάν. 17,21).
34. Ἡ Μικτή Διεθνής Ἐπιτροπή γιά τό Θεολογικό Διάλογο μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Καθολικῆς καί Ὀρθοδόξου, συνελθοῦσα ἐν Ὁλομελείᾳ στό Balamand συνιστᾶ μέ ἔμφαση ὅπως οἱ πρακτικοί κανόνες ἐφαρμοσθοῦν ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν Ἀνατολικῶν Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν, καλουμένων νά λάβουν μέρος στό διάλογο αὐτό πού θά πρέπει νά συνεχισθῆ ἐντός τῆς νηφάλιας ἐκείνης ἀτμοσφαίρας πού εἶναι ἀναγκαία γιά τήν πρόοδό του, καθ᾽ ὁδόν πρός τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας.
35. Ἀποκλείοντας στό μέλλον κάθε προσηλυτισμό ἤ κάθε εἴδους θέληση γιά ἐπέκταση τῶν Καθολικῶν εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ Ἐπιτροπή ἐλπίζει ὅτι κατήργησε τό ἐμπόδιο πού ὤθησε ὡρισμένες Αὑτοκέφαλες Ἐκκλησίες νά ἀναστείλουν τή συμμετοχή των στόν θεολογικό Διάλογο καί ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θά μπορέση νά εὕρη ἐκ νέου τήν πλήρη σύνθεσή της, ὥστε νά συνεχίση τή θεολογική ἐργασία πού ἔχει ἀρχίσει ὑπό τόσους αἰσίους οἰωνούς.
Balamand (Λίβανος), 23 Ἰουνίου 1993